Δημιούργησα αυτό το blog όταν έμεινα άνεργη. Αντιλαμβάνομαι τον εαυτό μου ως άνεργη του/λόγω ευρώ - δηλαδή ως eurounemployed. Γιατί; Τις παραμονές της εισόδου της Ελλάδας στο ευρώ, κυριαρχούσε μια ρητορική περί "ισχυρής Ελλάδας" και συμμετοχής της στον "πυρήνα της Ευρώπης" που θα έφερνε πλούτο - η οποία όμως δεν εξηγούσε πώς θα έρθει ο πλούτος. Τότε δεν έκανα οικονομικά, οπότε ρώτησα σχετικά φίλιες δυνάμεις οικονομικών συντακτών. Μου απάντησαν πως η συμμετοχή σε μια νομισματική ένωση αυξάνει τον συνολικό πλούτο, άρα επωφελούνται όλοι. Έστω, είπα, αλλά από τη στιγμή που ειδικώς η χώρα μας εισάγει όλο και περισσότερα από όσα εξάγει και χάνει διαρκώς παραγωγή, πώς θα ωφεληθεί από την ΟΝΕ; Κι αν αυτό γίνεται συνεχώς, δεν θα μας τελειώσουν κάποτε τα ευρώ; Πήρα μια απάντηση του τύπου "αυτό δεν έχει σημασία στα πλαίσια μιας νομισματικής ένωσης", η οποία δεν με ικανοποίησε. Πολλά χρόνια μετά, μάθαμε όλοι μας βιωματικά πως μια οικονομία με τα χαρακτηριστικά της ελληνικής, με τη συμμετοχή της σε μια νομισματική ένωση όπως η ΟΝΕ, υπερχρεώνεται και καταλήγει σε χρεοκοπία. Κι εγώ έμαθα ότι τα φαινομενικά απλοϊκά ερωτήματα που έθετα το 1999 περιέγραφαν το πρόβλημα του ισοζυγίου πληρωμών, που αποτέλεσε ένα από τα μείζονα προβλήματα του ευρώ, μια από τις βασικότερες αιτίες της κρίσης και το οποίο είχε συζητηθεί εκτεταμένα μεταξύ των οικονομολόγων κατά τη δεκαετία του 1990, όταν μεγάλο μέρος των δεινών που ζούμε σήμερα είχε προβλεφθεί - αλλά οι αλαζόνες πολιτικοί δεν έδιναν σημασία.
Να τι έγραφε ο οικονομολόγος Wynne Godley το 1992: "Τι θα συμβεί αν μια ολόκληρη χώρα – μια εν δυνάμει περιοχή σε μια πλήρως ολοκληρωμένη ένωση – υποστεί διαρθρωτική ύφεση; Όσο αυτή η χώρα αποτελεί ανεξάρτητο κράτος έχει τη δυνατότητα να υποτιμήσει το νόμισμά της. Στη συνέχεια μπορεί να συνεχίσει την οικονομική της δραστηριότητά επιτυχώς με πλήρη απασχόληση αν υποθέσουμε ότι ο κόσμος δεχτεί τις απαραίτητες μειώσεις στα πραγματικά του εισοδήματα. Σε μια οικονομική και νομισματική ένωση όμως, αυτή η δυνατότητα εμφανώς χάνεται και οι προοπτικές της χώρας επιβαρύνονται σοβαρά, εκτός κι αν υπάρξουν σοβαροί ομοσπονδιακοί δημοσιονομικοί διακανονισμοί που θα αναλάβουν να εκπληρώσουν έναν αναδιανεμητικό ρόλο (...). Αν μια χώρα ή μια περιοχή δεν έχει τη δυνατότητα να υποτιμήσει το νόμισμά της και δεν επωφελείται από ένα σύστημα δημοσιονομικών μεταβιβάσεων, δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να σταματήσει μια διαδικασία σωρευτικής και ακραίας ύφεσης η οποία θα οδηγήσει στο τέλος στη μετανάστευση ως το μόνο εναλλακτικό δρόμο στη φτώχεια ή την πείνα". (Wynne Godley, Maastricht and All That. LRB,Vol 14. Nο 19 1992).

Δευτέρα 19 Αυγούστου 2013

Η έρευνα του ΔΝΤ που ανέτρεψε όλους - κι όταν λέμε όλους εννοούμε όλους - τους μύθους της κρίσης (Β)

Τα κύρια σημεία της μελέτης έχουν ως εξής: 

1. Ο Νότος έχασε την ανταγωνιστικότητά του λόγω του ακριβού ευρώ. Η κύρια αιτία για την απώλεια ανταγωνιστικότητας των κρατών του ευρωπαϊκού Νότου ήταν νομισματικής φύσης: η μεγάλη ονομαστική ανατίμηση του ευρώ σε σχέση τα άλλα παγκόσμια νομίσματα στα 12 χρόνια ζωής του. Οι οικονομολόγοι του ΔΝΤ δεν διαψεύδουν όσα λέει η γερμανική καγκελαρία. Αναγνωρίζουν δηλαδή ότι η δημιουργία του ευρώ και μια σειρά από φαινόμενα που τη συνόδεψαν, μεταξύ αυτών η υπεραισιοδοξία για τις μελλοντικές προοπτικές, η ολοκλήρωση του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος, η σύγκλιση των επιτοκίων Βορρά-Νότου και η μεγάλη ροή κεφαλαίων (που ήταν δάνεια και όχι άμεσες ξένες επενδύσεις) από το Βορρά προς το Νότο έφεραν μεταβολές στις σχετικές τιμές της Ευρωζώνης – σημειώνουν, όμως, ότι αυτές ήταν μέσα στη λογική του ευρώ. Αναγνωρίζουν επίσης ότι οι μεταβολές στις σχετικές τιμές της Ευρωζώνης οδήγησαν σε σοβαρή άνοδο του τιμάριθμου και του μοναδιαίου κόστους εργασίας του Νότου σε σχέση με τη Γερμανία. Στη συνέχεια όμως προσθέτουν ότι σε αντίθεση με ό,τι ισχυρίζεται η Γερμανία, η αύξηση του μοναδιαίου κόστους εργασίας στους ‘μικρούς’ του Νότου, Ελλάδα, Πορτογαλία και Ιρλανδία, ακολούθησε απλά τον πληθωρισμό, δεν ευθύνεται για τη μείωση της ανταγωνιστικότητάς τους και μόνο στην Ισπανία και την Ιταλία έπαιξε κάποιο ρόλο – αλλά και σε αυτές μικρό. Έχουμε συνεπώς εδώ άλλη μια επιβεβαίωση – από την πλευρά των οικονομολόγων του ΔΝΤ – ότι δεν φταίνε οι μισθοί για τη χαμένη ανταγωνιστικότητα του Νότου και αν μη τι άλλο, οφείλουμε να τελειώνουμε με την πίστη ότι η εσωτερική υποτίμηση μέσω της μείωσης των μισθών του ιδιωτικού τομέα θα φέρει κάποια λύση. 

Τι έφταιξε τότε; «Το μερίδιο του λέοντος της ανατίμησης της πραγματικής ισοτιμίας του Νότου που πράγματι έπληξε την ανταγωνιστικότητα και τις εξαγωγές του οφείλονταν στην άνοδο της διεθνούς ισοτιμίας του ευρώ» έναντι των νομισμάτων με βαρύνουσα σημασία για το διεθνές εμπόριο κι «αυτό ισχύει ακόμη για την Ελλάδα και την Πορτογαλία που εισήλθαν στην Ευρωζώνη με εξαρχής υπερτιμημένη ισοτιμία», λένε οι οικονομολόγοι του ΔΝΤ. Δεν είναι οι πρώτοι που το υποστηρίζουν: η θέση ότι η πτώση της ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας και άλλων κρατών του Νότου οφείλεται στη μεγάλη ανατίμηση του ευρώ έχει υποστηριχθεί κι από αρκετούς Έλληνες οικονομολόγους.  Μόνο ένα ερώτημα είχε αφεθεί μέχρι στιγμής μετέωρο: γιατί το ακριβό ευρώ έπληξε τον Νότο και όχι το Βορρά.

Ο ένας λόγος που άπαντες μπορούμε να υποθέσουμε ήταν ότι οι χώρες του Νότου είχαν παραδοσιακά πιο αδύναμες οικονομίες από του Βορρά και συνήθιζαν να διατηρούν την ανταγωνιστικότητά τους μέσα από τη διολίσθηση ή και την υποτίμηση του νομίσματος τους. Αντίθετα οι χώρες του Βορρά, με την υψηλότερη παραγωγικότητα, είχαν παραδοσιακά πιο σταθερά νομίσματα. Ήταν αναμενόμενο λοιπόν η είσοδος των κρατών του Νότου στο ευρώ – ένα νόμισμα όχι μόνο πολύ σκληρό αλλά και σε άνοδο από το 2003 – να τους προκαλέσει προβλήματα ανταγωνιστικότητας. Υπάρχει όμως κι ένας δεύτερος λόγος για τον οποίο το ακριβό ευρώ έπληξε ειδικώς το Νότο: θα δούμε τι απαντούν επ’ αυτού οι ερευνητές του ΔΝΤ σε λίγο. Επί του παρόντος ας κρατήσουμε το ότι η ισοτιμία του ευρώ με το δολάριο ξεκίνησε από το 1 προς 1, έφτασε ως το 0.82 στο διάστημα 2000-2002, ανήλθε περί το 1.30 το 2003 και έκτοτε παραμένει ως επί το πλείστον εκεί, με κάποιες διακυμάνσεις, ενώ το 2008, όταν άρχιζε η κρίση του Νότου, είχε σκαρφαλώσει ως το 1.60. Το ευρώ υπήρξε δηλαδή κατά τα περισσότερα χρόνια της ζωής του κατά 37% ακριβότερο από το δολάριο. Ας προσθέσουμε σε αυτό ότι όταν η Κίνα άνοιγε την οικονομία της στις δυτικές πολυεθνικές, είχε προβεί σε δραστική υποτίμηση του νομίσματός της προκειμένου να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας της, το οποίο στη συνέχεια είχε συνδέσει με το δολάριο. Μετά τις πιέσεις των ΗΠΑ η Κίνα έχει αρχίσει να επιτρέπει την ανατίμηση του γουάν, σύμφωνα ωστόσο με διάφορες εκτιμήσεις το κινέζικο νόμισμα παραμένει υποτιμημένο κατά 37% έναντι του δολαρίου. Αν αυτό ισχύει, μπορούμε ενδεχομένως να φανταστούμε πόσο υποτιμημένο μπορεί να είναι το γουάν σε σχέση με το ακριβό ευρώ.


2. Οι ανισορροπίες της Ευρωζώνης είχαν την αφετηρία τους σε ένα μεγάλο διεθνές εμπορικό σοκ που προκλήθηκε από την παγκοσμιοποίηση και επηρέασε με ασύμμετρο τρόπο το Βορρά και το Νότο λόγω της διαφορετικής τεχνολογικής σύνθεσης των εξαγωγών τους.
«Η δεκαετία του 2000 σημαδεύεται από ένα μεγάλο διεθνές εμπορικό σοκ, που τις επιπτώσεις του στην Ευρωζώνη δεν τις αποτίμησε η οικονομική έρευνα των δύο πρώτων χρόνων της κρίσης», αναφέρουν με νόημα οι οικονομολόγοι του ΔΝΤ. Οι κρίσιμες εξελίξεις ήταν τρεις. Πρώτη, η είσοδος των 12 κρατών μελών της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης στην Ευρωπαϊκή Ένωση που οδήγησε στον μετασχηματισμό της κοινής αγοράς. Δεύτερη, η κατάργηση των δασμών της Ευρώπης με την Κίνα και η μεγάλη αύξηση του κινέζικου ΑΕΠ με ρυθμούς 10% ετησίως. Τρίτη η καλπάζουσα αύξηση των διεθνών τιμών πετρελαίου, κατά 400% από το 1999 ως το 2008, λόγω μεγάλης αύξησης της παγκόσμιας ζήτησης πετρελαίου η οποία οφείλονταν με τη σειρά της στη δυναμική ανάπτυξη των αναδυόμενων αγορών και του παγκόσμιου εμπορίου.

Οι εξελίξεις αυτές επηρέασαν με τελείως διαφορετικό τρόπο τον ευρωπαϊκό Βορρά και Νότο λόγω της διαφορετικής τεχνολογικής σύνθεσης των εξαγωγών τους και οι διαφοροποιήσεις αποτυπώθηκαν στα αντίστοιχα εμπορικά ισοζύγια. Η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Ισπανία και σε πολύ μικρότερο βαθμό η Ιταλία, δημιούργησαν εμπορικά ελλείμματα έναντι των τριών αυτών μπλοκ εμπορικών εταίρων (Αν. και  Κεντρ. Ευρώπη, Κίνα, πετρελαιοπαραγωγές χώρες), ενώ η Γερμανία δημιούργησε πλεονάσματα. Οι ανισορροπίες του Νότου δημιουργήθηκαν δηλαδή εξωτερικά, απέναντι σε νέες ανερχόμενες δυνάμεις εμπορικών εταίρων εκτός Ευρωζώνης. Είναι ενδιαφέρον μάλιστα ότι παρά τον γερμανικό μύθο, το εμπορικό ισοζύγιο των κρατών του Νότου έναντι του Βορρά δεν μεταβλήθηκε στα χρόνια του ευρώ – της Ελλάδας μάλιστα βελτιώθηκε ελαφρά. Πράγμα που σημαίνει ότι δεν υπήρξε καμία απώλεια ανταγωνιστικότητας του Νότου έναντι των κρατών του Βορρά. Η απώλεια ανταγωνιστικότητας του Νότου ήταν απέναντι στα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης που εισήλθαν στη κοινή αγορά με φθηνά κόστη, χαμηλούς μισθούς και αδύναμα εθνικά νομίσματα και στα κινέζικα προϊόντα που κοστολογούνταν στο δραστικά υποτιμημένο έναντι του ευρώ γουάν και από το 2003 εισάγονταν πλέον στην Ευρώπη αδασμολόγητα.

Γιατί όμως το διεθνές εμπορικό σοκ, σε συνδυασμό με την άνοδο του ευρώ, έβλαψε τα κράτη του Νότου αλλά ωφέλησε τη Γερμανία; Η απάντηση, λένε οι ερευνητές του ΔΝΤ, βρίσκεται στη διαφορετική ελαστικότητα της ζήτησης που έχουν τα αγαθά χαμηλής και υψηλής τεχνολογίας. Τα αγαθά χαμηλής και πολύ χαμηλής τεχνολογίας, που αποτελούν το κύριο μέρος των ελληνικών, πορτογαλικών και μέρος των ισπανικών εξαγωγών έχουν μεγαλύτερη ελαστικότητα ζήτησης σε σχέση με τα αγαθά μέσης/υψηλής και πολύ υψηλής τεχνολογίας που αποτελούν το κύριο μέρος των γερμανικών εξαγωγών (και μέρος των ιταλικών). Αυτό θα πει ότι η αύξηση της αξίας του ευρώ που οδηγούσε σε αύξηση της τιμής των ελληνικών ρούχων, παπουτσιών, ανταλλακτικών κλπ. αλλά και των γερμανικών αυτοκινήτων, έκανε  πολύ περισσότερο κόσμο να εγκαταλείπει τα ελληνικά ρούχα, παπούτσια και ανταλλακτικά και να αγοράζει κινέζικα ενώ δεν επηρέαζε το ίδιο αυτούς που αγόραζαν γερμανικά αυτοκίνητα. Με δυο λόγια, η αύξηση της αξίας του ευρώ έπληττε πολύ περισσότερο την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής (και της γερμανικής) κλωστοϋφαντουργίας από ό,τι της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας. Συν τοις άλλοις, οι αδασμολόγητες φτηνές κινέζικες εξαγωγές προς την Ευρώπη στο διάστημα 2003-2008 αφορούσαν κυρίως προϊόντα χαμηλής τεχνολογίας: ρούχα, παπούτσια, πλαστικά, εργαλεία και ηλεκτρικά, δηλαδή προϊόντα ανταγωνιστικά κατά κύριο λόγο προς την παραγωγή και τις εξαγωγές του Νότου – τις οποίες σε αρκετές περιπτώσεις υποκατέστησαν – και όχι ακόμη τότε του Βορρά.

Παράλληλα, η ενσωμάτωση των κρατών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης στην κοινή ευρωπαϊκή αγορά έπληττε  ήδη τα κράτη του Νότου που έχαναν την προηγούμενη θέση τους ως προμηθευτές ενδιάμεσων αγαθών για τη γερμανική βιομηχανία και ωφελούσε τη Γερμανία η οποία μετέφερε στις χώρες αυτές εργοστάσια και στάδια της παραγωγικής διαδικασίας μειώνοντας τα τελικά κόστη της. Ενώ όμως ο Νότος έχανε από όλες αυτές τις ευρωπαϊκές και παγκόσμιες εξελίξεις, δεν μπορούσε να αντισταθμίσει τις απώλειές του επωφελούμενος από την ανάπτυξη της Κίνας, των Χωρών του Κόλπου ή της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Αυτό συνέβη επειδή η αύξηση της ζήτησης των χωρών αυτών για εισαγωγές αφορούσε κυρίως προϊόντα υψηλής τεχνολογίας που παράγονταν στη Γερμανία – κι από το Νότο μόνο στην Ιταλία. Η Κίνα, η Σαουδική Αραβία, η Πολωνία, το Κατάρ εισήγαγαν κυρίως εργαλειομηχανές, αυτοκίνητα και άλλα γερμανικά προϊόντα υψηλής τεχνολογίας, όχι ελληνικά τρόφιμα και ισπανικά παπούτσια .  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου