Δημιούργησα αυτό το blog όταν έμεινα άνεργη. Αντιλαμβάνομαι τον εαυτό μου ως άνεργη του/λόγω ευρώ - δηλαδή ως eurounemployed. Γιατί; Τις παραμονές της εισόδου της Ελλάδας στο ευρώ, κυριαρχούσε μια ρητορική περί "ισχυρής Ελλάδας" και συμμετοχής της στον "πυρήνα της Ευρώπης" που θα έφερνε πλούτο - η οποία όμως δεν εξηγούσε πώς θα έρθει ο πλούτος. Τότε δεν έκανα οικονομικά, οπότε ρώτησα σχετικά φίλιες δυνάμεις οικονομικών συντακτών. Μου απάντησαν πως η συμμετοχή σε μια νομισματική ένωση αυξάνει τον συνολικό πλούτο, άρα επωφελούνται όλοι. Έστω, είπα, αλλά από τη στιγμή που ειδικώς η χώρα μας εισάγει όλο και περισσότερα από όσα εξάγει και χάνει διαρκώς παραγωγή, πώς θα ωφεληθεί από την ΟΝΕ; Κι αν αυτό γίνεται συνεχώς, δεν θα μας τελειώσουν κάποτε τα ευρώ; Πήρα μια απάντηση του τύπου "αυτό δεν έχει σημασία στα πλαίσια μιας νομισματικής ένωσης", η οποία δεν με ικανοποίησε. Πολλά χρόνια μετά, μάθαμε όλοι μας βιωματικά πως μια οικονομία με τα χαρακτηριστικά της ελληνικής, με τη συμμετοχή της σε μια νομισματική ένωση όπως η ΟΝΕ, υπερχρεώνεται και καταλήγει σε χρεοκοπία. Κι εγώ έμαθα ότι τα φαινομενικά απλοϊκά ερωτήματα που έθετα το 1999 περιέγραφαν το πρόβλημα του ισοζυγίου πληρωμών, που αποτέλεσε ένα από τα μείζονα προβλήματα του ευρώ, μια από τις βασικότερες αιτίες της κρίσης και το οποίο είχε συζητηθεί εκτεταμένα μεταξύ των οικονομολόγων κατά τη δεκαετία του 1990, όταν μεγάλο μέρος των δεινών που ζούμε σήμερα είχε προβλεφθεί - αλλά οι αλαζόνες πολιτικοί δεν έδιναν σημασία.
Να τι έγραφε ο οικονομολόγος Wynne Godley το 1992: "Τι θα συμβεί αν μια ολόκληρη χώρα – μια εν δυνάμει περιοχή σε μια πλήρως ολοκληρωμένη ένωση – υποστεί διαρθρωτική ύφεση; Όσο αυτή η χώρα αποτελεί ανεξάρτητο κράτος έχει τη δυνατότητα να υποτιμήσει το νόμισμά της. Στη συνέχεια μπορεί να συνεχίσει την οικονομική της δραστηριότητά επιτυχώς με πλήρη απασχόληση αν υποθέσουμε ότι ο κόσμος δεχτεί τις απαραίτητες μειώσεις στα πραγματικά του εισοδήματα. Σε μια οικονομική και νομισματική ένωση όμως, αυτή η δυνατότητα εμφανώς χάνεται και οι προοπτικές της χώρας επιβαρύνονται σοβαρά, εκτός κι αν υπάρξουν σοβαροί ομοσπονδιακοί δημοσιονομικοί διακανονισμοί που θα αναλάβουν να εκπληρώσουν έναν αναδιανεμητικό ρόλο (...). Αν μια χώρα ή μια περιοχή δεν έχει τη δυνατότητα να υποτιμήσει το νόμισμά της και δεν επωφελείται από ένα σύστημα δημοσιονομικών μεταβιβάσεων, δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να σταματήσει μια διαδικασία σωρευτικής και ακραίας ύφεσης η οποία θα οδηγήσει στο τέλος στη μετανάστευση ως το μόνο εναλλακτικό δρόμο στη φτώχεια ή την πείνα". (Wynne Godley, Maastricht and All That. LRB,Vol 14. Nο 19 1992).

Δευτέρα 19 Αυγούστου 2013

Ο ΣΥΡΙΖΑ τολμά να σκεφτεί "εκτός πλαισίου"

Η αλλαγή της μνημονιακής πολιτικής έχει καταστεί ζήτημα συλλογικής επιβίωσης. Γι’ αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ, ως η μοναδική πολιτική δύναμη που έχει τις προϋποθέσεις να την ανατρέψει, παρ’ όλα του τα λαϊκιστικά ολισθήματα, αποτελεί μονόδρομο. Δεν μπορούμε να ξέρουμε αν η ελληνική καταναλωτική κοινωνία που επί χρόνια αντάλλασσε την ψήφο της με διορισμούς θα ψηφίσει – έστω και τώρα – Αριστερά. Ενδεχομένως, αν ο ΣΥΡΙΖΑ της παρουσιάσει κάτι πιο ελπιδοφόρο και εθνικά αξιοπρεπές από το σχέδιο εκπτώχευσης που εφαρμόζεται πάνω της σήμερα.
Με τέτοιες προσδοκίες, εύλογο ήταν το ενδιαφέρον που προκάλεσαν οι δίδυμες – καθότι εν πολλοίς συγκλίνουσες κατά τις θέσεις που εκφράστηκαν – και πρώτες μετά το συνέδριο συνεντεύξεις των δύο κορυφαίων οικονομικών στελεχών, των Γ. Δραγασάκη και Γ. Σταθάκη, την περασμένη Κυριακή. Οχι ότι έλειψαν οι ασάφειες – π.χ. ο Γ. Δραγασάκης είπε περισσότερα γι’ αυτά που δεν πιστεύει και δεν θα κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ παρά γι’ αυτά που πιστεύει και θα κάνει. Ούτε ότι εκδιπλώθηκε κάποιο συγκροτημένο σχέδιο για την οικονομία. Υπήρξαν ωστόσο δύο νέα θετικά στοιχεία.

Το πρώτο ήταν η οριστική επιβεβαίωση του συμβιβασμού του ΣΥΡΙΖΑ με την αμείλικτη λογική των περιορισμένων πόρων. «Δεν επιδιώκουμε αναβίωση της πολιτικής των ελλειμμάτων, πράγμα άλλωστε ανέφικτο από τη στιγμή που δεν υπάρχει η δυνατότητα κρατικού δανεισμού» (Δραγασάκης). «Η δημοσιονομική ισορροπία δεν απαιτεί δανειακούς πόρους» (Σταθάκης). Το βήμα της κατηγορηματικής αναγνώρισης των δημοσιονομικών περιορισμών είναι πολύ σημαντικό για το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης που στην αρχή της κρίσης υποστήριζε ότι η ελληνική χρεοκοπία ήταν απάτη για να μειωθούν οι μισθοί και επί δύο ολόκληρα χρόνια επέμενε σε ρητορικές άρνησης και μπουρδουκλώματος που δεν έπειθαν ούτε τους οπαδούς του. Δεν πρέπει να υπάρξουν άλλα πισωγυρίσματα σε λαϊκισμούς αν είναι να ενισχυθεί η πειστικότητά του.

Το δεύτερο θετικό στοιχείο ήταν η αναφορά – για πρώτη φορά – σε «μη συμβατικές λύσεις και ετερόδοξα μέτρα», που «σε συνδυασμό με τις συμβατικές λύσεις και τα ορθόδοξα μέτρα», μπορούν να ανακόψουν την ελεύθερη πτώση της ελληνικής οικονομίας (Δραγασάκης). Οι συμβατικές λύσεις και τα ορθόδοξα μέτρα που προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ είναι κατά βάση γνωστά: μεταφορά φορολογικών βαρών από τα φτωχότερα στα πιο ευκατάστατα στρώματα, αναδιάρθρωση χρεών των υπερχρεωμένων νοικοκυριών και των μικρομεσαίων, αναδιάρθρωση δαπανών με σκοπό την αντιμετώπιση της μεγάλης φτώχειας και την ενίσχυση των δημόσιων επενδύσεων. Ολα τους ακούγονται ωραία και κανείς δεν αμφιβάλλει ότι μια κυβέρνηση αυτού του κόμματος θα ανακούφιζε κάπως τους ανέργους και τα φτωχότερα νοικοκυριά. Ομως η παραδοσιακή λογική αυτού του κόμματος περί αύξησης των φόρων και μη μείωσης των δαπανών είναι απίθανο να καταφέρει να στηρίξει την ελληνική οικονομία υπό τις τρέχουσες συνθήκες – που όχι μόνο δεν επιτρέπουν την παραγωγή εισοδημάτων και κερδών αλλά κι ευνοούν τη φυγή επιχειρήσεων και δραστηριοτήτων προς τις γείτονες χώρες χαμηλής φορολογίας (Κύπρος, Βουλγαρία).

Αντίθετα, τα μη συμβατικά μέτρα έχουν περισσότερη ουσία. Ο Γ. Δραγασάκης μίλησε «για εισαγωγή συμπληρωματικού νομίσματος μέσω της έκδοσης ομολόγων ειδικού σκοπού, για άσκηση επιρροής επί της πιστωτικής πολιτικής ώστε οι περιορισμένοι πόροι να κατευθυνθούν εκεί που επιβάλλουν οι προτεραιότητες της πολιτικής και όχι το συμφέρον των τραπεζών, για εισαγωγή μέτρων για τη βραχυπρόθεσμη αποθάρρυνση των εισαγωγών και για επηρεασμό των διαρθρωτικών μη εργασιακών παραγόντων του κόστους παραγωγής». Οι προτάσεις αυτές μαρτυρούν ορθή αντίληψη των πραγματικών αιτιών της κρίσης που έχουν να κάνουν με το εμπορικό και παραγωγικό έλλειμμα της χώρας και όχι με το κόστος εργασίας. Χαρακτηρίζονται από πολιτική τόλμη – η εισαγωγή συμπληρωματικού νομίσματος προκειμένου να μη χάνονται βιώσιμες επιχειρήσεις και θέσεις εργασίας από έλλειψη ρευστότητας και μόνο έχει προταθεί από αρκετούς οικονομολόγους και αναλυτές από όλο το πολιτικό φάσμα (Βερούτης, Μάρδας, Κάντζας, Παπαδημητρίου, Βαρουφάκης κ.ά.), αλλά ο Γ. Δραγασάκης γίνεται ο πρώτος πολιτικός που τολμά να τις υιοθετήσει. Τέλος, αντιπροσωπεύουν μια έμπρακτη απόρριψη του νεοφιλελεύθερου προτύπου το οποίο π.χ. αποδέχεται την κρατική παρέμβαση στους μισθούς αλλά όχι στο υπόλοιπο κόστος παραγωγής με αποτέλεσμα την παρούσα εκτρωματική κατάσταση της Ελλάδας που οδεύει προς μισθούς Αφρικής με τιμές Ελβετίας ή εμπιστεύεται ακόμη απεριόριστα τις τράπεζες –παρά τις φούσκες που δημιούργησαν– και σηματοδοτούν τη στροφή σε μια πολύτιμη αντίληψη που δίνει την πρωτοκαθεδρία στην πολιτική.

Και το ΠΑΣΟΚ, που σχολίασε δηκτικά ότι όλα αυτά έρχονται σε αντίθεση με τις αρχές της Ευρωπαϊκής Ενωσης; Κατ’ αρχάς το ΠΑΣΟΚ, που βαρύνεται με πολλαπλές ιστορικές ευθύνες για την οικονομική κατάρρευση της Ελλάδας, καλόν είναι να αρχίσει να τις ξεπλένει εξηγώντας επιτέλους στον κόσμο τις διαφορές του ευρώ από τη δραχμή και τι σημαίνουν για τη χώρα. Δευτερευόντως, για όσους δεν το έχουν καταλάβει, η ίδια η Ευρωπαϊκή Ενωση παραβίασε πρώτη τις αρχές της για να αντιμετωπίσει την κατάσταση έκτακτης ανάγκης που δημιουργήθηκε τον Απρίλιο στην Κύπρο. Αφού υπάρχει προηγούμενο γιατί να μην το εκμεταλλευθεί μια ελληνική κυβέρνηση; Είναι πιο σωστό να καταρρέουμε με τα χέρια σταυρωμένα;
Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ θα τολμήσει πράγματι να εφαρμόσει μη συμβατικά μέτρα. Γιατί αν δεν το τολμήσει και υποκύψει στους εκβιασμούς των Γερμανών, όσο καλές κι αν είναι οι προθέσεις της, με δεδομένη τη θέση της για παραμονή στο ευρώ, θα λειτουργήσει απλά ως σωσίβιο του συστήματος. Κι εκεί δυστυχώς θα έχει αποτύχει. Ταυτόχρονα με δεδομένη την πολιτική πόλωση που βαθαίνει μέσα στην ελληνική κοινωνία, μπορεί να δούμε ένα μεγάλο μέρος δεξιών να στρέφονται προς τη Χρυσή Αυγή και τότε να έχουμε άλλα κοινωνικά δράματα.

Η μελέτη του ΔΝΤ που ανέτρεψε όλους - κι όταν λένε όλους εννοούμε όλους - τους μύθους της κρίσης

3. Η κατάρα τού να μοιράζεσαι το ίδιο νόμισμα με τη Γερμανία στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Το εμπορικό σοκ που υπέστησαν τα κράτη του Νότου από την πλημμύρα των αδασμολόγητων φθηνών κινέζικων εισαγωγών, την έκρηξη των διεθνών τιμών πετρελαίου και του ανταγωνισμού των 12 νέων κρατών μελών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης με τα χαμηλά κόστη και τα αδύναμα νομίσματα, εύκολα θα διορθώνονταν σε έναν κόσμο εθνικών νομισμάτων. Ο κόσμος των εθνικών νομισμάτων διέθετε αυτόματους μηχανισμούς προσαρμογής. Όταν ξέφευγαν τα εξωτερικά ελλείμματα, η δραχμή, η πεσέτα, το εσκούδο διολίσθαιναν χάνοντας αξία, η ισοτιμία διόρθωνε, τα εισαγόμενα γίνονταν ακριβότερα, τα εγχωρίως παραγόμενα φτηνότερα, οι εισαγωγές μειώνονταν, η εγχώρια παραγωγή στηρίζονταν κι εξασφαλιζόταν η μακρόχρονη βιωσιμότητα των οικονομιών της Ελλάδας, της Πορτογαλίας, της Ισπανίας κλπ.  Όμως στον κόσμο του κοινού νομίσματος  κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο.

Γιατί; Διότι ο ευρωπαϊκός Νότος που πλήττονταν από το παγκόσμιο εμπορικό σοκ μοιράζονταν το ίδιο νόμισμα με την Γερμανία που επωφελούνταν από το ίδιο σοκ. Ο Νότος αποκτούσε ελλείμματα έναντι των νέων εμπορικών εταίρων, η Γερμανία αποκτούσε πλεονάσματα έναντι των ίδιων εταίρων, αλλά ένεκα της νομισματικής ένωσης, η Ευρωζώνη σαν σύνολο δεν είχε ελλείμματα, έτσι η ισοτιμία του ευρώ δεν επηρεάζονταν και το πρόβλημα παρέμενε. Αλλά δεν παρέμενε απλώς, μεγεθυνόταν. Παράλληλα, επειδή από κάπου έπρεπε να καλυφθούν τα εξωτερικά ελλείμματα του Νότου έναντι της Κίνας και των πετρελαιοπαραγωγών χωρών, άρχισαν να καλύπτονται με όλο και περισσότερα δανειακά κεφάλαια του Βορρά, ιδίως της Γερμανίας και της Γαλλίας. Αυτές οι εντός του ευρώ κεφαλαιακές ροές από τις τράπεζες του Βορρά προς το Νότο χρηματοδοτούσαν το κρατικό χρέος της Ελλάδας και της Πορτογαλίας, το ομολογιακό χρέος των ισπανικών και ιρλανδικών τραπεζών και τον άμεσο δανεισμό όλων των τραπεζών του Νότου. Με αυτό τον τρόπο οι εξωτερικές ανισορροπίες της Ελλάδας, της Πορτογαλίας, της Ισπανίας – και σε μικρότερο βαθμό της Ιταλίας – έναντι της Κίνας, της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης και των χωρών του Κόλπου μετατρέπονταν, προϊόντος του χρόνου, σε εσωτερικές ανισορροπίες της Ευρωζώνης, του ευρωπαϊκού Νότου έναντι του ευρωπαϊκού Βορρά.

4. Oι  ευθύνες της ΕΚΤ και πώς η κεντρική τράπεζα συνέβαλε στην  εμβάθυνση του προβλήματος. Για όλα αυτά τι έκανε η ΕΚΤ, γιατί δεν προειδοποίησε εγκαίρως για το πρόβλημα; Δεν το έβλεπε; Όχι απλά δεν το έβλεπε, συνέβαλε κιόλας στην  μεγέθυνσή του. Ως προς το σημείο αυτό, η μελέτη του ΔΝΤ δεν εισφέρει πολλά νέα στοιχεία, συνοψίζει όμως μερικά αρκετά γνωστά πράγματα για το ρόλο της κεντρικής τράπεζας του ευρώ στην δημιουργία του προβλήματος.

Για χρόνια ολόκληρα η ΕΚΤ δεν είχε αντιληφθεί τις ανισορροπίες που μεγεθύνονταν επειδή η ανάπτυξη ελλειμμάτων στο Νότο ήταν μέσα στη λογική της δημιουργίας του ευρώ. Κατά τη νεοκλασική θεωρία των σχεδιαστών του ευρώ, η δημιουργία του κοινού νομίσματος είχε σαν στόχο της την εξάλειψη του συναλλαγματικού κινδύνου και του κόστους των νομισματικών συναλλαγών και θα οδηγούσε σε αυξημένη ροή κεφαλαίων από τις πλούσιες ζώνες του Βορρά προς τον φτωχότερο Νότο. Ένεκα αυτών των κεφαλαιακών ροών ο Νότος θα είχε ελλείμματα – κατά τρόπο φυσιολογικό και αναμενόμενο – στο πλαίσιο μιας διαδικασίας που θεωρούνταν δείγμα ‘υγιούς σύγκλισης’ Βορρά-Νότου. Τα ελλείμματα αυτά θα ήταν αποτέλεσμα μιας αύξησης των επενδύσεων και μιας μείωσης των αποταμιεύσεων που με τη σειρά τους λογίζονταν ως μια συνέπεια των αυξημένων αναπτυξιακών προοπτικών των χωρών του Νότου και της χαλάρωσης των κανόνων δανεισμού. Βεβαίως οι εξελίξεις στο μέτωπο των επενδύσεων, των αποταμιεύσεων και της ανάπτυξης στις χώρες του Νότου κατά το διάστημα 2001-2008 δεν συνέπιπτε με αυτή που προέβλεπε η κλασική θεωρία της ΕΚΤ. Για παράδειγμα, στην Ελλάδα και την Πορτογαλία σημειώθηκε κάμψη και των επενδύσεων αλλά και των αποταμιεύσεων. Στην Ισπανία και την Ιρλανδία υπήρξε ισχυρή ανάπτυξη επενδύσεων αλλά αφορούσαν κυρίως τον κλάδο των κατασκευών και δημιούργησαν φούσκα ακινήτων. Και ναι μεν Ελλάδα, Ιρλανδία και Ισπανία είχαν ισχυρή ανάπτυξη αλλά η Πορτογαλία και η Ιταλία είχαν αδύναμη ή και μηδενική ανάπτυξη. Με δυο λόγια: είχαν εκδηλωθεί σοβαρές αποκλίσεις ανάμεσα στη θεωρία του ευρώ και την οικονομική πραγματικότητα της Ευρωζώνης πολύ πριν την κρίση. Ωστόσο, η καθόλα αρμόδια για την εποπτεία της οικονομίας της Ευρωζώνης ΕΚΤ τις αγνοούσε και παρέμενε προσηλωμένη στη θεωρία της. Γι’ αυτήν τα ελλείμματα του Νότου ήταν αξιωματικά δείγμα υγιούς σύγκλισης Βορρά-Νότου στα πλαίσια της ΟΝΕ. Η ΕΚΤ μέχρι το 2008 ούτε καν κατέγραφε τα ελλείμματα των χωρών μελών του ευρώ ως το 2008 – παρακολουθούσε μόνο το ισοζύγιο της Ευρωζώνης σαν σύνολο. Αυτό ήταν το πρώτο τραγικό της σφάλμα.

Το δεύτερο – ακόμη πιο τραγικό – σφάλμα της ΕΚΤ απέρρεε από τη λογική της πλήρους απορύθμισης του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Η ΕΚΤ έδωσε ισχυρά κίνητρα στις ευρωπαϊκές τράπεζες να αλλάξουν τη συμπεριφορά τους προς τα ομόλογα του Νότου και να τα αντιμετωπίζουν όπως τα ομόλογα του Βορρά, θεωρώντας τα ως μηδενικού κινδύνου. Συγκεκριμένα, όρισε ότι θα δέχεται ως ενέχυρα από τις τράπεζες της Ευρωζώνης τα ομόλογα του Βορρά και του Νότου με τους ίδιους όρους και επιπλέον  – αφού ήταν όλα μηδενικού κινδύνου – δεν υποχρέωνε τις τράπεζες να δεσμεύουν κεφάλαια ασφαλείας γι’ αυτά. Έτσι η ΕΚΤ ώθησε τις ευρωπαϊκές τράπεζες σε ανεξέλεγκτο δανεισμό – διότι στην χρηματοπιστωτική φρενίτιδα της δεκαετίας 2001- 2008 όσα πιο πολλά ‘ασφαλή’ δάνεια παρείχαν οι τράπεζες, τόσο μεγαλύτερα κέρδη είχαν. Μόνο που αυτοί οι κανόνες ίσχυαν μόνο για τις τράπεζες του ευρώ και όχι για τις τράπεζες του υπόλοιπου κόσμου, με αποτέλεσμα τα κινέζικα και αραβικά κεφάλαια – τα οποία τρέφονταν από τα ελλείμματα του Νότου – να εξακολουθήσουν να αγοράζουν ομολόγα της Γερμανίας και της Γαλλίας όπως έκαναν προ ευρώ αλλά όχι ομόλογα του Νότου. Με τις λανθασμένες προσδοκίες της για το πώς θα λειτουργούσε το ευρώ και κυρίως με τις λανθασμένες πρακτικές της σε ό,τι αφορά τους κανόνες του τραπεζικού συστήματος, η ΕΚΤ έκανε διπλή ζημιά: Πρώτον, μετέτρεψε τις εξωτερικές ανισορροπίες της Ευρωζώνης σε εσωτερικές και δεύτερον, οδήγησε στη μεγέθυνση της στρέβλωσης.

Για να καταλάβουμε πώς έγινε αυτό, ας δούμε πώς λειτουργούσε αυτό το τριγωνικό κύκλωμα μεταφοράς πλούτου από το Νότο στην Ασία και τις χώρες του Κόλπου και πίσω στο Βορρά δυνάμει της ΟΝΕ: τα όλο και μεγαλύτερα ελλείμματα των κρατών του Νότου έναντι της Κίνας και των πετρελαιοπαραγωγών χωρών, ένεκα των φθηνών κινέζικων εισαγωγών και του όλο και πιο ακριβού πετρελαίου, σήμαιναν αυξημένες χρηματορροές από τον Νότο προς την Κίνα και τις πετρελαιοπαραγωγές χώρες. Από την Κίνα και τις πετρελαιοπαραγωγές χώρες, το χρήμα πέρναγε στο Βορρά για να χρηματοδοτήσει αφενός την αγορά ακριβών προϊόντων υψηλής τεχνολογίας και αφετέρου τις αγορές ομολόγων του Βορρά. Από το Βορρά το χρήμα επέστρεφε στο Νότο όχι ως άμεσες ξένες επενδύσεις αλλά ως ‘υπερασφαλή’ δάνεια των τραπεζών του Βορρά προς τα κράτη και τις τράπεζες του Νότου – εξαιτίας των λανθασμένων αξιωματικών παραδοχών και των κανόνων της ΕΚΤ – προκειμένου να χρηματοδοτηθούν τα αυξανόμενα εξωτερικά ελλείμματα που δεν θεωρούνταν πρόβλημα αλλά σημάδι υγιούς σύγκλισης κι έτσι ο φαύλος κύκλος άρχιζε ξανά από την αρχή. Μόνο που κάθε επανάληψη του ίδιου κύκλου χρηματορροών, σε συνδυασμό με την ανατίμηση της ονομαστικής ισοτιμίας του ευρώ αλλά και τα πολύ χαμηλά, εντελώς ακατάλληλα για τις δυναμικά αναπτυσσόμενες  χώρες του Νότου, επιτόκια της ΕΚΤ στο διάστημα 2003-2005 – προκειμένου να στηριχθεί η Γερμανία που είχε ύφεση  – οδηγούσαν σε μια διαρκή αύξηση της πραγματικής τους συναλλαγματικής ισοτιμίας, σε μια διαρκή πραγματική ανατίμηση των τιμών και του κόστους παραγωγής και εργασίας στις χώρες του Νότου. Αυτή η ανατίμηση επηρέαζε με τη σειρά της όλο και πιο αρνητικά τις εξαγωγές τους και τα εξωτερικά ισοζύγια, κατ’ επέκταση οδηγούσε σε όλο και μεγαλύτερη αποστράγγιση του πλούτου του Νότου που πήγαινε και καταστάλαζε στο Βορρά, είτε μέσα από αυτή την τριγωνική ροή χρήματος μέσω Κίνας και πετρελαιοπαραγωγών χωρών και ξανά πίσω στο Βορρά, είτε, συν τω χρόνω, απευθείας, με τη μορφή της πληρωμής όλο και περισσότερων τόκων από το Νότο στο Βορρά για την εξυπηρέτηση του αυξανόμενου εξωτερικού χρέους του. 

Η έρευνα του ΔΝΤ που ανέτρεψε όλους - κι όταν λέμε όλους εννοούμε όλους - τους μύθους της κρίσης (Β)

Τα κύρια σημεία της μελέτης έχουν ως εξής: 

1. Ο Νότος έχασε την ανταγωνιστικότητά του λόγω του ακριβού ευρώ. Η κύρια αιτία για την απώλεια ανταγωνιστικότητας των κρατών του ευρωπαϊκού Νότου ήταν νομισματικής φύσης: η μεγάλη ονομαστική ανατίμηση του ευρώ σε σχέση τα άλλα παγκόσμια νομίσματα στα 12 χρόνια ζωής του. Οι οικονομολόγοι του ΔΝΤ δεν διαψεύδουν όσα λέει η γερμανική καγκελαρία. Αναγνωρίζουν δηλαδή ότι η δημιουργία του ευρώ και μια σειρά από φαινόμενα που τη συνόδεψαν, μεταξύ αυτών η υπεραισιοδοξία για τις μελλοντικές προοπτικές, η ολοκλήρωση του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος, η σύγκλιση των επιτοκίων Βορρά-Νότου και η μεγάλη ροή κεφαλαίων (που ήταν δάνεια και όχι άμεσες ξένες επενδύσεις) από το Βορρά προς το Νότο έφεραν μεταβολές στις σχετικές τιμές της Ευρωζώνης – σημειώνουν, όμως, ότι αυτές ήταν μέσα στη λογική του ευρώ. Αναγνωρίζουν επίσης ότι οι μεταβολές στις σχετικές τιμές της Ευρωζώνης οδήγησαν σε σοβαρή άνοδο του τιμάριθμου και του μοναδιαίου κόστους εργασίας του Νότου σε σχέση με τη Γερμανία. Στη συνέχεια όμως προσθέτουν ότι σε αντίθεση με ό,τι ισχυρίζεται η Γερμανία, η αύξηση του μοναδιαίου κόστους εργασίας στους ‘μικρούς’ του Νότου, Ελλάδα, Πορτογαλία και Ιρλανδία, ακολούθησε απλά τον πληθωρισμό, δεν ευθύνεται για τη μείωση της ανταγωνιστικότητάς τους και μόνο στην Ισπανία και την Ιταλία έπαιξε κάποιο ρόλο – αλλά και σε αυτές μικρό. Έχουμε συνεπώς εδώ άλλη μια επιβεβαίωση – από την πλευρά των οικονομολόγων του ΔΝΤ – ότι δεν φταίνε οι μισθοί για τη χαμένη ανταγωνιστικότητα του Νότου και αν μη τι άλλο, οφείλουμε να τελειώνουμε με την πίστη ότι η εσωτερική υποτίμηση μέσω της μείωσης των μισθών του ιδιωτικού τομέα θα φέρει κάποια λύση. 

Τι έφταιξε τότε; «Το μερίδιο του λέοντος της ανατίμησης της πραγματικής ισοτιμίας του Νότου που πράγματι έπληξε την ανταγωνιστικότητα και τις εξαγωγές του οφείλονταν στην άνοδο της διεθνούς ισοτιμίας του ευρώ» έναντι των νομισμάτων με βαρύνουσα σημασία για το διεθνές εμπόριο κι «αυτό ισχύει ακόμη για την Ελλάδα και την Πορτογαλία που εισήλθαν στην Ευρωζώνη με εξαρχής υπερτιμημένη ισοτιμία», λένε οι οικονομολόγοι του ΔΝΤ. Δεν είναι οι πρώτοι που το υποστηρίζουν: η θέση ότι η πτώση της ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας και άλλων κρατών του Νότου οφείλεται στη μεγάλη ανατίμηση του ευρώ έχει υποστηριχθεί κι από αρκετούς Έλληνες οικονομολόγους.  Μόνο ένα ερώτημα είχε αφεθεί μέχρι στιγμής μετέωρο: γιατί το ακριβό ευρώ έπληξε τον Νότο και όχι το Βορρά.

Ο ένας λόγος που άπαντες μπορούμε να υποθέσουμε ήταν ότι οι χώρες του Νότου είχαν παραδοσιακά πιο αδύναμες οικονομίες από του Βορρά και συνήθιζαν να διατηρούν την ανταγωνιστικότητά τους μέσα από τη διολίσθηση ή και την υποτίμηση του νομίσματος τους. Αντίθετα οι χώρες του Βορρά, με την υψηλότερη παραγωγικότητα, είχαν παραδοσιακά πιο σταθερά νομίσματα. Ήταν αναμενόμενο λοιπόν η είσοδος των κρατών του Νότου στο ευρώ – ένα νόμισμα όχι μόνο πολύ σκληρό αλλά και σε άνοδο από το 2003 – να τους προκαλέσει προβλήματα ανταγωνιστικότητας. Υπάρχει όμως κι ένας δεύτερος λόγος για τον οποίο το ακριβό ευρώ έπληξε ειδικώς το Νότο: θα δούμε τι απαντούν επ’ αυτού οι ερευνητές του ΔΝΤ σε λίγο. Επί του παρόντος ας κρατήσουμε το ότι η ισοτιμία του ευρώ με το δολάριο ξεκίνησε από το 1 προς 1, έφτασε ως το 0.82 στο διάστημα 2000-2002, ανήλθε περί το 1.30 το 2003 και έκτοτε παραμένει ως επί το πλείστον εκεί, με κάποιες διακυμάνσεις, ενώ το 2008, όταν άρχιζε η κρίση του Νότου, είχε σκαρφαλώσει ως το 1.60. Το ευρώ υπήρξε δηλαδή κατά τα περισσότερα χρόνια της ζωής του κατά 37% ακριβότερο από το δολάριο. Ας προσθέσουμε σε αυτό ότι όταν η Κίνα άνοιγε την οικονομία της στις δυτικές πολυεθνικές, είχε προβεί σε δραστική υποτίμηση του νομίσματός της προκειμένου να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας της, το οποίο στη συνέχεια είχε συνδέσει με το δολάριο. Μετά τις πιέσεις των ΗΠΑ η Κίνα έχει αρχίσει να επιτρέπει την ανατίμηση του γουάν, σύμφωνα ωστόσο με διάφορες εκτιμήσεις το κινέζικο νόμισμα παραμένει υποτιμημένο κατά 37% έναντι του δολαρίου. Αν αυτό ισχύει, μπορούμε ενδεχομένως να φανταστούμε πόσο υποτιμημένο μπορεί να είναι το γουάν σε σχέση με το ακριβό ευρώ.


2. Οι ανισορροπίες της Ευρωζώνης είχαν την αφετηρία τους σε ένα μεγάλο διεθνές εμπορικό σοκ που προκλήθηκε από την παγκοσμιοποίηση και επηρέασε με ασύμμετρο τρόπο το Βορρά και το Νότο λόγω της διαφορετικής τεχνολογικής σύνθεσης των εξαγωγών τους.
«Η δεκαετία του 2000 σημαδεύεται από ένα μεγάλο διεθνές εμπορικό σοκ, που τις επιπτώσεις του στην Ευρωζώνη δεν τις αποτίμησε η οικονομική έρευνα των δύο πρώτων χρόνων της κρίσης», αναφέρουν με νόημα οι οικονομολόγοι του ΔΝΤ. Οι κρίσιμες εξελίξεις ήταν τρεις. Πρώτη, η είσοδος των 12 κρατών μελών της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης στην Ευρωπαϊκή Ένωση που οδήγησε στον μετασχηματισμό της κοινής αγοράς. Δεύτερη, η κατάργηση των δασμών της Ευρώπης με την Κίνα και η μεγάλη αύξηση του κινέζικου ΑΕΠ με ρυθμούς 10% ετησίως. Τρίτη η καλπάζουσα αύξηση των διεθνών τιμών πετρελαίου, κατά 400% από το 1999 ως το 2008, λόγω μεγάλης αύξησης της παγκόσμιας ζήτησης πετρελαίου η οποία οφείλονταν με τη σειρά της στη δυναμική ανάπτυξη των αναδυόμενων αγορών και του παγκόσμιου εμπορίου.

Οι εξελίξεις αυτές επηρέασαν με τελείως διαφορετικό τρόπο τον ευρωπαϊκό Βορρά και Νότο λόγω της διαφορετικής τεχνολογικής σύνθεσης των εξαγωγών τους και οι διαφοροποιήσεις αποτυπώθηκαν στα αντίστοιχα εμπορικά ισοζύγια. Η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Ισπανία και σε πολύ μικρότερο βαθμό η Ιταλία, δημιούργησαν εμπορικά ελλείμματα έναντι των τριών αυτών μπλοκ εμπορικών εταίρων (Αν. και  Κεντρ. Ευρώπη, Κίνα, πετρελαιοπαραγωγές χώρες), ενώ η Γερμανία δημιούργησε πλεονάσματα. Οι ανισορροπίες του Νότου δημιουργήθηκαν δηλαδή εξωτερικά, απέναντι σε νέες ανερχόμενες δυνάμεις εμπορικών εταίρων εκτός Ευρωζώνης. Είναι ενδιαφέρον μάλιστα ότι παρά τον γερμανικό μύθο, το εμπορικό ισοζύγιο των κρατών του Νότου έναντι του Βορρά δεν μεταβλήθηκε στα χρόνια του ευρώ – της Ελλάδας μάλιστα βελτιώθηκε ελαφρά. Πράγμα που σημαίνει ότι δεν υπήρξε καμία απώλεια ανταγωνιστικότητας του Νότου έναντι των κρατών του Βορρά. Η απώλεια ανταγωνιστικότητας του Νότου ήταν απέναντι στα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης που εισήλθαν στη κοινή αγορά με φθηνά κόστη, χαμηλούς μισθούς και αδύναμα εθνικά νομίσματα και στα κινέζικα προϊόντα που κοστολογούνταν στο δραστικά υποτιμημένο έναντι του ευρώ γουάν και από το 2003 εισάγονταν πλέον στην Ευρώπη αδασμολόγητα.

Γιατί όμως το διεθνές εμπορικό σοκ, σε συνδυασμό με την άνοδο του ευρώ, έβλαψε τα κράτη του Νότου αλλά ωφέλησε τη Γερμανία; Η απάντηση, λένε οι ερευνητές του ΔΝΤ, βρίσκεται στη διαφορετική ελαστικότητα της ζήτησης που έχουν τα αγαθά χαμηλής και υψηλής τεχνολογίας. Τα αγαθά χαμηλής και πολύ χαμηλής τεχνολογίας, που αποτελούν το κύριο μέρος των ελληνικών, πορτογαλικών και μέρος των ισπανικών εξαγωγών έχουν μεγαλύτερη ελαστικότητα ζήτησης σε σχέση με τα αγαθά μέσης/υψηλής και πολύ υψηλής τεχνολογίας που αποτελούν το κύριο μέρος των γερμανικών εξαγωγών (και μέρος των ιταλικών). Αυτό θα πει ότι η αύξηση της αξίας του ευρώ που οδηγούσε σε αύξηση της τιμής των ελληνικών ρούχων, παπουτσιών, ανταλλακτικών κλπ. αλλά και των γερμανικών αυτοκινήτων, έκανε  πολύ περισσότερο κόσμο να εγκαταλείπει τα ελληνικά ρούχα, παπούτσια και ανταλλακτικά και να αγοράζει κινέζικα ενώ δεν επηρέαζε το ίδιο αυτούς που αγόραζαν γερμανικά αυτοκίνητα. Με δυο λόγια, η αύξηση της αξίας του ευρώ έπληττε πολύ περισσότερο την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής (και της γερμανικής) κλωστοϋφαντουργίας από ό,τι της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας. Συν τοις άλλοις, οι αδασμολόγητες φτηνές κινέζικες εξαγωγές προς την Ευρώπη στο διάστημα 2003-2008 αφορούσαν κυρίως προϊόντα χαμηλής τεχνολογίας: ρούχα, παπούτσια, πλαστικά, εργαλεία και ηλεκτρικά, δηλαδή προϊόντα ανταγωνιστικά κατά κύριο λόγο προς την παραγωγή και τις εξαγωγές του Νότου – τις οποίες σε αρκετές περιπτώσεις υποκατέστησαν – και όχι ακόμη τότε του Βορρά.

Παράλληλα, η ενσωμάτωση των κρατών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης στην κοινή ευρωπαϊκή αγορά έπληττε  ήδη τα κράτη του Νότου που έχαναν την προηγούμενη θέση τους ως προμηθευτές ενδιάμεσων αγαθών για τη γερμανική βιομηχανία και ωφελούσε τη Γερμανία η οποία μετέφερε στις χώρες αυτές εργοστάσια και στάδια της παραγωγικής διαδικασίας μειώνοντας τα τελικά κόστη της. Ενώ όμως ο Νότος έχανε από όλες αυτές τις ευρωπαϊκές και παγκόσμιες εξελίξεις, δεν μπορούσε να αντισταθμίσει τις απώλειές του επωφελούμενος από την ανάπτυξη της Κίνας, των Χωρών του Κόλπου ή της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Αυτό συνέβη επειδή η αύξηση της ζήτησης των χωρών αυτών για εισαγωγές αφορούσε κυρίως προϊόντα υψηλής τεχνολογίας που παράγονταν στη Γερμανία – κι από το Νότο μόνο στην Ιταλία. Η Κίνα, η Σαουδική Αραβία, η Πολωνία, το Κατάρ εισήγαγαν κυρίως εργαλειομηχανές, αυτοκίνητα και άλλα γερμανικά προϊόντα υψηλής τεχνολογίας, όχι ελληνικά τρόφιμα και ισπανικά παπούτσια .